- ασπασμός
- ο1) поцелуй; объятие; 2) привет, поклон;
§ τελευταίος ασπασμός — последнее прости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τελευταίος ασπασμός — последнее прости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσπασμός — greeting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… … Dictionary of Greek
ασπασμός — ο εναγκαλισμός, φίλημα: Η υποδοχή συνοδευόταν και με ασπασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσπασμοῖς — ἀσπασμός greeting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασμοί — ἀσπασμός greeting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασμοῦ — ἀσπασμός greeting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασμούς — ἀσπασμός greeting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασμῶν — ἀσπασμός greeting masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασμῷ — ἀσπασμός greeting masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασμόν — ἀσπασμός greeting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek